σώομαι
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
A = σοῦμαι, σεύομαι, A.R.2.1010, 3.307. II v. σῴζω.
German (Pape)
[Seite 1060] = σοῦμαι, σεύομαι, Ap. Rh. 2, 1012. 3, 307.
Greek (Liddell-Scott)
σώομαι: σοῦμαι, σεύομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1110, Γ. 307, πρβλ. Rulink Ep. Cr. 206. II. ἴδε σώζω.
Greek Monolingual
Α
σεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. σεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σώομαι, zie σεύομαι; zie ook σῴζω.