φρενιτικός

From LSJ
Revision as of 15:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενῑτῐκός Medium diacritics: φρενιτικός Low diacritics: φρενιτικός Capitals: ΦΡΕΝΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phrenitikós Transliteration B: phrenitikos Transliteration C: frenitikos Beta Code: frenitiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from φρενῖτις, Hp.Aph.4.72; τὰ φ. (sc. νοσήματα) Id.Epid.1.6, cf. Arr.Epict.2.15.3, Antyll. ap. Orib.9.22.3, Sor.2.1; φ. πυρετός Gal.17 (1).890:—φρενη [τικός] prob. in Phld.Mus.p.38K., cf. Lat. phreneticus.

German (Pape)

[Seite 1304] an der φρενῖτις leidend, wahnsinnig, dessen Gehirn vom Fieber entzündet ist; S. Emp. pyrrh. 2, 231; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

φρενιτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ φρενίτιδος, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· τὰ φρ. (ἐξυπακ. νοσήματα), ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 944· ― φρενητικὸς εἶναι πλημμ. γραφ. παρὰ τῷ Ἐπικτ., Ὀρειβ., κλπ.· εἰ καὶ ἐν τῇ Λατ. ὁ τύπος phreneticus φαίνεται ὅτι εἶναιδόκιμος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φρενιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φρενῑτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις
2. αυτός που πάσχει από φρενίτιδα
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φρενιτικά
(ενν. νοσήματα) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες.

Russian (Dvoretsky)

φρενῑτικός: находящийся в горячечном бреду, буйно помешанный Sext.