ἀλλόγνωτος
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A δῆμος Od.2.366.
German (Pape)
[Seite 103] andern bekannt, d. h. mir oder uns unbekannt, fremd, Hom. einmal, Od. 2, 366 ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ, v. l. ἀλλογνώτων Apoll. lex. Hom. 22, 16, v. l. ἀλλογνώστῳ Scholl., vgl. Eustath. p. 1450, 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόγνωτος: -ον, ὁ κακῶς γινωσκόμενος, ἄγνωστος, ξένος, δῆμος, Ὀδ. Β. 366.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
méconnu, inconnu, étranger.
Étymologie: ἄλλος, γιγνώσκω.
English (Autenrieth)
known to others, i. e. foreign, Od. 2.366†.
Spanish (DGE)
-ον
desconocido, extraño δῆμος Od.2.366, ἤθη Procop.Goth.1.7.24.
Greek Monotonic
ἀλλόγνωτος: -ον, παραγνωρισμένος, άγνωστος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλόγνωτος: известный другим, неведомый (нам), т. е. чужой (δῆμος Hom.).