ἀποπειράζω

From LSJ
Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπειράζω Medium diacritics: ἀποπειράζω Low diacritics: αποπειράζω Capitals: ΑΠΟΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: apopeirázō Transliteration B: apopeirazō Transliteration C: apopeirazo Beta Code: a)popeira/zw

English (LSJ)

   A make trial of, prove, ἀ. εἰ . . Arist.Mir.831a29.    2 make an attempt upon, Μεγάρων App.Pun.117.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπειράζω: μέλλ. -ἀσω, [ᾰ] κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω ἀπ. εἰ…, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 11. 2˙ κάμνω ἀπόπειραν κατὰ τινος, Μεγάρων Ἀππ. Καρχ. 117.

Spanish (DGE)

1 probar c. εἰ Arist.Mir.831a29.
2 hacer una intentona contra c. gen. τῶν καλουμένων Μεγάρων App.Pun.117.

Greek Monolingual

ἀποπειράζω (AM) απόπειρα
1. δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κάνω απόπειρα αξιόποινης πράξης εναντίον κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπειράζω: Arst. = ἀποπειράω.