ἀρκεόντως

From LSJ
Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκεόντως Medium diacritics: ἀρκεόντως Low diacritics: αρκεόντως Capitals: ΑΡΚΕΟΝΤΩΣ
Transliteration A: arkeóntōs Transliteration B: arkeontōs Transliteration C: arkeontos Beta Code: a)rkeo/ntws

English (LSJ)

Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω)

   A enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

c. ἀρκούντως.

Greek Monolingual


βλ. αρκούντως.

Greek Monotonic

ἀρκεόντως: Αττ. συνηρ. ἀρκούντως, επιρρ. μτχ. ενεστ. του ἀρκέω, αρκετά, άφθονα· ἀρκούντως ἔχει, αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρκεόντως: Plut. = ἀρκούντως.