αὐτοπροαίρετος

From LSJ
Revision as of 17:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπροαίρετος Medium diacritics: αὐτοπροαίρετος Low diacritics: αυτοπροαίρετος Capitals: ΑΥΤΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: autoproaíretos Transliteration B: autoproairetos Transliteration C: aftoproairetos Beta Code: au)toproai/retos

English (LSJ)

ον,

   A self-chosen, κακία Hierocl. in CA24p.473M., cf. Ps.- Plu.Vit.Hom.105. Adv. -τως, κολάζεσθαι Simp. in Epict.p.108 D.    II Act., self-acting, acting of free will, Proll.Hermog. in Rh.4.27 W.; τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον free will, Olymp. in Grg.p.264J.

German (Pape)

[Seite 400] freiwillig übernommen, Hierocl., nach freier Willkür handelnd, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπροαίρετος: -ον, ὁ τῇ ἰδίᾳ προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἰδίᾳ προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
I que se elige libremente, elegido o decidido libremente τὸν εὐεργέτην ... αὐτοπροαίρετον Hell.11/12.478 (Mileto, imper.), κακία Eus.DE 9.4.3, cf. HE 1.2.19, Hierocl.in CA 24.21, μηδὲν αὐτοπροαιρέτῳ βουλῇ κινούμενον nada que es movido por voluntad divina Leont.H.Nest.M.86.1513D, ὁ ... αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ μετανοήσας el que se arrepiente por propia voluntad Io.Iei.Poenit.M.88.1909D.
II 1que decide o elige por sí mismo ψυχὴ αὐ. αὐτοκίνητος, αὐτεξούσιος Rh.4.27.3, βούλησις καὶ αὐ. πρὸς τὴν αἵρεσιν Meth.Res.1.38.
2 τὸ αὐ. subst. libre albedrío τὸ ἔμψυχον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ κινήσει αὐ. Plu.Vit.Hom.105, τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον Olymp.in Grg.19.3.
III adv. -ως por sí mismo, por propia decisión κολάζεσθαι Simp.in Epict.p.108.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοπροαίρετος, -ον) προαιρούμαι
1. αυτός που γίνεται με την ελεύθερη θέληση κάποιου, θεληματικός
2. αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοπροαίρετον
δύναμη εκλογής.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοπροαίρετος: самопроизвольный (κίνησις Arst.).