βολίτινος

From LSJ
Revision as of 17:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βολίτινος Medium diacritics: βολίτινος Low diacritics: βολίτινος Capitals: ΒΟΛΙΤΙΝΟΣ
Transliteration A: bolítinos Transliteration B: bolitinos Transliteration C: volitinos Beta Code: boli/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of cow-dung, Ar.Ra.295; σκέλος Cratin.inc.17 Mein.

German (Pape)

[Seite 452] aus Koth, Ar. Ran. 295.

Greek (Liddell-Scott)

βολίτινος: -η, -ον, ὁ ἐκ κόπρου βοῶν κατεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Βατρ. 295.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de fiente de vache, de bouse.
Étymologie: βόλιτον.

Spanish (DGE)

-η, -ον de estiércol σκέλος ref. a la Empusa, Ar.Ra.295.

Greek Monolingual

βολίτινος, -η, -ον (Α) βόλιτον, -ος]
ο κατασκευασμένος από κόπρο βοδιών.

Greek Monotonic

βολίτινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κοπριά βοδιών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βολίτῐνος: (λῐ) навозный Arph.