διαφυλακτικός

From LSJ
Revision as of 18:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠλακτικός Medium diacritics: διαφυλακτικός Low diacritics: διαφυλακτικός Capitals: ΔΙΑΦΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaphylaktikós Transliteration B: diaphylaktikos Transliteration C: diafylaktikos Beta Code: diafulaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for preserving, ἕξις Pl.Def.412a, cf. Plu.2.276a; τριχῶν Crito ap.Gal.12.438.

German (Pape)

[Seite 612] bewahrend, erhaltend; τινός, Plat. Defin. 412 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠλακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τὸ διαφυλάττειν, Ὅρ. Πλάτ. 412Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à conserver, gén..
Étymologie: διαφυλάσσω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que guarda, que preserva c. gen. obj. ἀνδρεία· ... ἕξις δ. λογισμῶν ὀρθῶν ἐν κινδύνοις Pl.Def.412a, διαφυλακτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶτος Arist.Pr.867b17, de un tónico δ. τριχῶν Crit.Hist. en Gal.12.438
que protege de la diosa Hora δ. καὶ φροντιστική Plu.2.276a.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος για διαφύλαξη.

Russian (Dvoretsky)

διαφῠλακτικός: предохраняющий, оберегающий, ограждающий (ἕξις διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; θεός Plut.).