Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
seul. neutre adv.à une portée de lance ou de javelot.Étymologie: *δουρηνεκής, de δόρυ, ἐνεγκεῖν.
δουρηνεκές επίρρ. (Α)σε απόσταση βολής δόρατος.
δουρηνεκές: adv. ἐνεγκεῖν на расстояние брошенного копья Hom.