δυσοίζω
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
(aor.
A ἐδύσοιξα Hsch.), to be distressed, E.Rh.724 (lyr.); fear, tremble at, οὔτοι δυσοίζω θάμνον ὡς ὄρνις φόβῳ A.Ag.1316:— Med., fear, E.Rh.805. (Lacon. acc. to Hsch.)
German (Pape)
[Seite 685] (vgl. ὀϊζύς, von οὶ), sehr betrübt sein, jammern; φόβῳ Aesch. Ag. 1489; vgl. Eur. Rhes. 724. – Med., μηδὲν δυσοίζου πολεμίους δρᾶσαι τάδε, fürchte nicht, Eur. Rhes. 805.
Greek (Liddell-Scott)
δυσοίζω: λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, Εὐρ. Ρήσ. 724· καὶ ἐν τῷ μέσ., φοβοῦμαι, αὐτόθι 805. ΙΙ. ἐν τῷ οὔτοι δυσοίζω θάμνον ὡς ὄρνις φόβῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1316, τὸ δ. φόβῳ φαίνεται = φοβοῦμαι, φοβοῦμαί τι, τρέμω ἐνώπιόν τινος. (Τὸ ἁπλοῦν οἴζω ἀναφέρεται μόνον ὑπὸ Ἀπολλ. Δυσκ. ἐν Α. Β. 538· πρβλ. οἰμώζω ἐκ τοῦ οἵμοι).
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être effrayé, redouter, craindre.
Étymologie: δυσ-, *οἴζω, cf. οἰζύς.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἐδύσοιξα Hsch.ε 537]
lamentar, gemir c. ac. οὔτοι δυσοίζω θάμνον ὡς ὄρνις φόβῳ no gimo por miedo, como un pájaro ante un matorral A.A.1316, cf. E.Rh.724, tb. en v. med. μηδὲν δυσοίζου E.Rh.724, cf. Hsch.
• Etimología: Comp. sobre δύσοικτος.
Greek Monolingual
δυσοίζω (Α)
1. λυπάμαι, στενοχωριέμαι
2. φοβάμαι.
Greek Monotonic
δυσοίζω: λυπάμαι, στενοχωριέμαι, σε Ευρ.· δυσοίζω φόβῳ, τρέμω από φόβο μπροστά σε κάτι, με αιτ., σε Αισχύλ. (το οἴζω σχηματίζεται από το οἶ ωχ! όπως το οἰμώζω από το οἴμαι).
Russian (Dvoretsky)
δυσοίζω: (тж. δ. φόβῳ Aesch.) тж. med. быть в страхе, бояться: μηδὲν δύσοιζ᾽ οὐ (v. l. δυσοίζου) πολεμίους δρᾶσαι τάδε Eur. не думай, что это сделали не враги.