ἐλεφαντόκωπος

From LSJ
Revision as of 19:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεφαντόκωπος Medium diacritics: ἐλεφαντόκωπος Low diacritics: ελεφαντόκωπος Capitals: ΕΛΕΦΑΝΤΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: elephantókōpos Transliteration B: elephantokōpos Transliteration C: elefantokopos Beta Code: e)lefanto/kwpos

English (LSJ)

ον,

   A ivory-hilted, ξιφομάχαιρα Theopomp.Com. 25; ξίφη Luc.Gall. 26.

German (Pape)

[Seite 796] mit elfenbeinernem Griff; Theop. com. Poll. 7, 158; ξίφη Luc. Somn. 26; vgl. Long. 1, 2; Poll. 7, 158.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεφαντόκωπος: -ον, ἔχων λαβὴν ἐλεφαντίνην, ἐλεφαντοκώπου ξιφομαχαίρας Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσιν» 2· ξίφη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à poignée d’ivoire.
Étymologie: ἐλέφας, κώπη.

Spanish (DGE)

-ον
provisto de empuñadura de marfil ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.Gall.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.Au.1463a.

Greek Monolingual

ἐλεφαντόκωπος, -ον (Α)
(για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο.

Greek Monotonic

ἐλεφαντόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει ελεφάντινη λαβή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεφαντόκωπος: с рукоятью из слоновой кости (ξίφος Luc.).