ἐνδέκομαι
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
Ion. for ἐνδέχ-.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐνδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐνδέχομαι.
Spanish (DGE)
v. ἐνδέχομαι.
Greek Monolingual
βλ. ενδέχομαι.
Greek Monotonic
ἐνδέκομαι: Ιων. αντί ἐνδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδέκομαι: ион. = ἐνδέχομαι.