ἐπέσσεται

From LSJ
Revision as of 20:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέσσεται: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἐπέσεται, γ΄ ἑν. μέλλ. τοῦ ἔπειμι εἰμί, ὑπάρχω).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. fut. épq. de ἔπειμι¹.

English (Autenrieth)

see ἔπειμ Od. 9.1.

Greek Monotonic

ἐπέσσεται: Επικ. αντί ἐπέσεται, γʹ ενικ. μέλ. του ἔπειμι (εἰμί, sum).

Russian (Dvoretsky)

ἐπέσσεται: эп. (= ἐπέσεται) 3 л. sing. к ἔπειμι I.