ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
épq. ἐϋστρεφής;ής, ές :c. εὔστρεπτος.Étymologie: εὖ, στρέφω.
εὐστρεφής: эп. ἐϋστρεφής 21) крепко скрученный (νευρή, ἔντερον οἰός, πεῖσμα Hom.);2) крепко сплетенный (λύγοι Hom.).