ἰθυδρόμος

From LSJ
Revision as of 22:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυδρόμος Medium diacritics: ἰθυδρόμος Low diacritics: ιθυδρόμος Capitals: ΙΘΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ithydrómos Transliteration B: ithydromos Transliteration C: ithydromos Beta Code: i)qudro/mos

English (LSJ)

ον,

   A straight-running, πρίων AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1245] gerade laufend, πρίων, Philpp. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυδρόμος: ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, πρίων Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων Ἑρμῆς Τρισμέγ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ἰθυδρόμος, -ον (Α)
ευθυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο-δρόμος, πελαγο-δρόμος.

Greek Monotonic

ἰθυδρόμος: [ῑ], -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε ευθεία κίνηση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠδρόμος: (ῑ) движущийся по прямой линии (πρίων Anth.).