Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱματισμός

From LSJ
Revision as of 22:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτισμός Medium diacritics: ἱματισμός Low diacritics: ιματισμός Capitals: ΙΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: himatismós Transliteration B: himatismos Transliteration C: imatismos Beta Code: i(matismo/s

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,

   A clothing, apparel, Thphr.Char.23.8, Aen.Tact.31.15, SIG1015.35 (Halic., iii B.C.), PHib.1.54(iii B.C.), PCair.Zen.28.1 (iii B.C.), BCH6.24 (Delos, ii B.C.), Plb.11.9.2, Ev.Luc.7.25, Plu. Alex.39: εἱμ- PEleph.1.4(iv B.C.), IG5(1).1390.15 (Andania, i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, Bekleidung; Pol. 6, 15, 4 Plut. Al. 39 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτισμός: ὁ, ἐνδυμασία, στολή, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. 15, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vêtements, garde-robe.
Étymologie: ἱμάτιον.

English (Strong)

from ἱματίζω; clothing: apparel (X -led), array, raiment, vesture.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱματισμός) ιματίζω
καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.

Greek Monotonic

ἱμᾰτισμός: ὁ (ἱματίζω), ενδυμασία, στολή, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμᾰτισμός: (ῑμ) ὁ одежда, платья, одеяние Polyb., Plut., NT.