κλοπικός
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ή, όν,
A thievish, τὸ κ. Pl.Cra.408a.
German (Pape)
[Seite 1456] diebisch; τὸ κλοπικὸν καὶ ἀπατηλόν, von Hermes, Plat. Crat. 407 e, v. l. κλωπικός.
Greek (Liddell-Scott)
κλοπικός: ἴδε κλωπικός.
Greek Monolingual
κλοπικός, -ή, -όν (Α) κλοπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλοπικός -ή -όν [κλοπή] diefachtig.
Russian (Dvoretsky)
κλοπικός: v. l. = κλωπικός.