κόνισις

From LSJ
Revision as of 23:10, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόνῑσις Medium diacritics: κόνισις Low diacritics: κόνισις Capitals: ΚΟΝΙΣΙΣ
Transliteration A: kónisis Transliteration B: konisis Transliteration C: konisis Beta Code: ko/nisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A exercise in the arena, δρόμου . . καὶ πάλης καὶ κονίσεως (v.l. κινήσεως) Arist.Cael.292a26.    II f.l. for κόμμωσις (q. v.), Id.HA623b31.

German (Pape)

[Seite 1481] ἡ, bei Arist. H. A. 9, 40 A., v. l. κώνησις, Wachsanstrich des Bodens in den Bienenstöcken, = κήρωσις. Man vermuthet κονίασις.

Greek (Liddell-Scott)

κόνῑσις: -εως, ἡ, ἄσκησις ἐν τῇ κονίστρᾳ (ἴδε κονίστρα 2), δρόμου... καὶ πάλης καὶ κονίσεως (διάφ. γραφ. κινήσεως) Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 12, 7. ΙΙ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6 (ἔνθα ὑπάρχουσι οὐκ ὀλίγαι διάφοροι γραφαί), διορθωτέον πιθανῶς κόμμωσις ἐκ τοῦ Πλινίου.

Greek Monolingual

κόνισις, ἡ (Α) κονίω
άσκηση στην κονίστρα της παλαίστρας.

Russian (Dvoretsky)

κόνισις: εως ἡ посыпание тела песком (чтобы при состязании оно не скользило в руках противника) Arst.