μέταυλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, Att. for μέσαυλος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 156] = μέσαυλος, θύρα, Lys. 1, 17; vgl. Lob. zu Phryn. p. 195 u. Moeris.
Greek (Liddell-Scott)
μέταυλος: -ον, Ἀττ. ἀντὶ μέσαυλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
c. μέσαυλος.
Greek Monolingual
μέταυλος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. μέσαυλος.
Greek Monotonic
μέταυλος: -ον, Αττ. αντί μέσαυλος.
Russian (Dvoretsky)
μέταυλος: ὁ атт. Plut. = μέσαυλος II.