παρενδύομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass. with aor. 2 Act.,
A slip in, PCair.Zen.534.50(iii B.C.), Plu.2.479a.
Greek (Liddell-Scott)
παρενδύομαι: Παθητ. μετὰ β΄ ἀορ. ἐνεργ., πλαγίως εἰσδύομαι, εἰσέρχομαι, Πλούτ. 2. 479Α.
French (Bailly abrégé)
ao.2 παρενέδυν;
se glisser doucement ou furtivement dans.
Étymologie: παρά, ἐνδύω.
Greek Monolingual
Α
εισδύω, εισέρχομαι πλαγίως, γλιστρώ κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐνδύομαι «φορώ τα ενδύματα μου, εισέρχομαι κάπου»].
Russian (Dvoretsky)
παρενδύομαι: (aor. 2 παρενέδυν) проскальзывать: παρενδὺς θυραῖος Plut. прокравшийся в дверь.