πυρέττω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
Att. for πυρέσσω.
German (Pape)
[Seite 821] att. statt πυρέσσω.
Greek (Liddell-Scott)
πυρέττω: Ἀττ. ἀντὶ πυρέσσω.
French (Bailly abrégé)
ἐπύρεττον;
att. c. πυρέσσω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. πυρέσσω.
Greek Monotonic
πυρέττω: Αττ. αντί πυρέσσω.
Russian (Dvoretsky)
πῠρέττω: атт. = πυρέσσω.