ψεύδορκος

From LSJ
Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεύδορκος Medium diacritics: ψεύδορκος Low diacritics: ψεύδορκος Capitals: ΨΕΥΔΟΡΚΟΣ
Transliteration A: pseúdorkos Transliteration B: pseudorkos Transliteration C: pseydorkos Beta Code: yeu/dorkos

English (LSJ)

ον, = foreg., E.Med.1392 (anap.), Ps.-Phoc.17: Sup., Ph.1.412.

German (Pape)

[Seite 1395] falsch schwörend, meineidig, Eur. Med. 1392.

Greek (Liddell-Scott)

ψεύδορκος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Μήδ. 1392, Ψευδοφωκυλ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ψεύδορκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ορκίζεται εν γνώσει του ψέματα, που δίνει ψεύτικη ένορκη διαβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ὅρκος (πρβλ. ἐπί-ορκος)].

Greek Monotonic

ψεύδορκος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψεύδορκος -ον [ψευδής, ὅρκος] meinedig.

Russian (Dvoretsky)

ψεύδορκος: ὁ клятвопреступник Eur.