ὠκυεπής

From LSJ
Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠεπής Medium diacritics: ὠκυεπής Low diacritics: ωκυεπής Capitals: ΩΚΥΕΠΗΣ
Transliteration A: ōkyepḗs Transliteration B: ōkyepēs Transliteration C: okyepis Beta Code: w)kueph/s

English (LSJ)

ές,

   A quick-speaking, of Apollo, AP9.525.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυεπής: -ές, γεν. έος, ὁ ταχέως ὁμιλῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9.525.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la parole agile.
Étymologie: ὠκύς, ἔπος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ-επής].

Greek Monotonic

ὠκυεπής: -ές, γεν. -έος (ἔπος), αυτός που μιλάει γρήγορα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠεπής: быстро говорящий, с плавно льющейся речью (Ἀπόλλων Anth.).