γύπινος
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
η, ον,
A of a vulture, πτέρυξ Luc.Icar.11.
German (Pape)
[Seite 512] vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.
Greek (Liddell-Scott)
γύπινος: [ῡ], -η, -ον, ἀνήκων εἰς γῦπα, πτέρυξ Λουκ. Ἰκαρ. 11.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de vautour.
Étymologie: γύψ.
Spanish (DGE)
-η, -ον
propio del buitre πτέρυξ ἡ γ. Luc.Icar.11, cf. DP 18.10.
Greek Monolingual
γύπινος, -η, -ον (Α) γυψ
αυτός που ανήκει στον γύπα.
Greek Monotonic
γύπινος: [ῡ], -η, -ον (γύψ), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
γύπινος: (ῡ) коршунов, принадлежащий коршуну (πτέρυξ Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύπινος -η -ον [γύψ] van een gier.