χρυσόπρυμνος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον,
A with gilded poop, Plu.Ant.26, App.Praef.10.
German (Pape)
[Seite 1382] mit goldenem Hintertheile, Plut. Ant. 26.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων κεχρυσωμένην πρύμναν, Πλουτ. Ἀντών. 26, Ἀππ. Προοίμ. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à poupe d’or.
Étymologie: χρυσός πρύμνα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χρυσή πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί-πρυμνος].
Greek Monotonic
χρῡσόπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει επιχρυσωμένη πρύμνη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόπρυμνος: с золоченой кормой (πορθμεῖον Plut.).