κλαδάσσομαι

From LSJ
Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδάσσομαι Medium diacritics: κλαδάσσομαι Low diacritics: κλαδάσσομαι Capitals: ΚΛΑΔΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kladássomai Transliteration B: kladassomai Transliteration C: kladassomai Beta Code: klada/ssomai

English (LSJ)

Pass.,

   A rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.

Greek Monolingual

κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμήαἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.

Russian (Dvoretsky)

κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen.