κολλώδης

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλώδης Medium diacritics: κολλώδης Low diacritics: κολλώδης Capitals: ΚΟΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kollṓdēs Transliteration B: kollōdēs Transliteration C: kollodis Beta Code: kollw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A glutinous, viscous, Pl.Cra.427b, Arist.HA568b11, 623b30 (Sup.), Thphr.CP5.16.4, Heraclid.Tarent. ap. Ath.3.120c, Aret.SD1.11; of rheum in the eye, PMed.Strassb.p.6, Philum.Ven. 14.2.

German (Pape)

[Seite 1474] ες, leimartig, klebrig; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A.

Greek (Liddell-Scott)

κολλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόλλαν, κολλητικός, γλοιώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 8., 9. 40, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
collant, gluant, visqueux.
Étymologie: κόλλα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κολλώδης, -ῶδες) κόλλα
αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κολλώδης: 1) клейкий, вязкий (λιπαρὸς καὶ κ. Plat., Plut.);
2) выделяющий камедь, смолистый (δένδρα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολλώδης -ες [κόλλα] plakkerig.