τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Full diacritics: κορῠφώδης | Medium diacritics: κορυφώδης | Low diacritics: κορυφώδης | Capitals: ΚΟΡΥΦΩΔΗΣ |
Transliteration A: koryphṓdēs | Transliteration B: koryphōdēs | Transliteration C: koryfodis | Beta Code: korufw/dhs |
ες,
A peaked, pointed, Hp.Epid.6.1.10.
κορῠφώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κορυφήν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1165.
κορυφώδης, -ῶδες (Α) κορυφή
μυτερός, αιχμηρός.
κορυφώδης -ες [κορυφή] puntig.