κρανάϊνος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
A = κρανέϊνος, h Merc.460 codd. (ῑ metri gr.), Hp.Fract.30, X.Eq.12.12, Str.12.7.3, Dsc.Eup.1.120; ῥάβδοι BGU1253.4 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰνάϊνος: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ κρανέϊνος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κρανάινος, -ΐνη, -ον (Α)
βλ. κρανέινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρανάϊνος zie κρανέϊνος.