παρειρύω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
A v. παρερύω .
German (Pape)
[Seite 512] poet. u. ion. statt παρερύω, Her.
Greek (Liddell-Scott)
παρειρύω: ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ παρερύω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. παρερύω.
Greek Monolingual
βλ. παρερύω.
Greek Monotonic
παρειρύω: ποιητ. και Ιων. αντί παρερύω.
Russian (Dvoretsky)
παρειρύω: ион. = παρερύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρειρύω Ion. voor παρερύω.