σταδίη
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A v. στάδιος.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στᾰδίη: ἡ, ἴδε στάδιος.
French (Bailly abrégé)
v. στάδιος.
English (Autenrieth)
see στάδιος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. στάδιος.
Greek Monotonic
στᾰδίη: ἡ, βλ. στάδιος.
Russian (Dvoretsky)
στᾰδίη: ἡ (sc. ὑσμίνη) рукопашный бой Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταδίη -ης, ἡ zie στάδιος.