συμπεριτυγχάνω

From LSJ
Revision as of 13:06, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριτυγχάνω Medium diacritics: συμπεριτυγχάνω Low diacritics: συμπεριτυγχάνω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: symperitynchánō Transliteration B: symperitynchanō Transliteration C: symperitygchano Beta Code: sumperitugxa/nw

English (LSJ)

   A fall in with at the same time, τινι v.l. in X.An. 7.8.22.

German (Pape)

[Seite 986] (s. τυγχάνω), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριτυγχάνω: περιτυγχάνω, συναντῶ ὁμοῦ συγχρόνως, νεανίσκοι τρεῖς κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.

French (Bailly abrégé)

se rencontrer avec, rencontrer en même temps.
Étymologie: σύν, περιτυγχάνω.

Greek Monolingual

Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριτυγχάνω: случайно наталкиваться, натыкаться (τινί Xen. - v. l. к συντυγχάνω).