συμβελής

From LSJ
Revision as of 13:06, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβελής Medium diacritics: συμβελής Low diacritics: συμβελής Capitals: ΣΥΜΒΕΛΗΣ
Transliteration A: symbelḗs Transliteration B: symbelēs Transliteration C: symvelis Beta Code: sumbelh/s

English (LSJ)

ές, (βέλος)

   A hit by several arrows at once, Plb.1.40.13.

German (Pape)

[Seite 978] ές, von mehrern Pfeilen zugleich getroffen, Pol. 1, 40, 13.

Greek (Liddell-Scott)

συμβελής: -ές, (βέλος) ὁ ὑπὸ πολλῶν ὁμοῦ βελῶν πεπληγμένος, συμβελῆ γιγνόμενα τὰ θηρία διεταράχθη Πολύβ. 1. 40, 13· ἀλλαχοῦ καταβελής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
accablé ou criblé de traits.
Étymologie: σύν, βέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
χτυπημένος από πολλά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βελής (< βέλος), πρβλ. εμ-βελής, κατα-βελής].

Greek Monotonic

συμβελής: -ές, αυτός που έχει χτυπηθεί συγχρόνως από πολλά βέλη, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συμβελής: пораженный многими стрелами Polyb.