ἀρθμός
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ὁ, (ἀραρίσκω)
A a bond, league, friendship, ἀρθμῷ καὶ φιλότητι h.Merc.524, cf. A.Pr.193 (lyr.), Call.Fr.199.
German (Pape)
[Seite 350] (ἄρω), ὁ, Verbindung, Freundschaft, H. h. Merc. 524; Aesch. Prom. 191; ἔθεντο μετὰ σφίσιν Ap. Rh. 2, 755.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθμός: ὁ, (*ἄρω) δεσμός, σύνδεσμος, συμμαχία, φιλία, ἀρθμῷ καὶ φιλότητι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 524, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 191, Καλλ. Ἀποσπ. 199.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jonction ; union, particul. lien d’amitié.
Étymologie: ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 lazo, ligadura πενταρράβδῳ ... ἀρθμῷ con una ligadura de cinco cuerdas Telest.4.3.
2 amistad ἀρθμῷ καὶ φιλότητι h.Merc.524, εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα ... ἥξει A.Pr.191, ἀμφοτέροιν ἀρθμὸν καὶ φιλίην ἔταμες Call.Fr.80.19, ἀρθμὸν ἔθεντο μετὰ σφίσι A.R.2.755, τοῦτον ὁμοστόργῳ καὶ ἐγὼ προσπτύξομαι ἀρθμῷ Nonn.Par.Eu.Io.14.21, cf. Hsch.
• Etimología: De *ardhmo-, de su raíz *H2er- ‘ajustar’, c. numerosos deriv., v. ἀραρίσκω, ἄρθρον, etc.
Greek Monolingual
ἀρθμός, ο (Α) αραρίσκω
δεσμός, συμμαχία, φιλία.
Greek Monotonic
ἀρθμός: ὁ (*ἄρω), σύνδεσμος, συμμαχία, φιλία, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθμός: ὁ союз, дружба HH, Aesch.
Frisk Etymological English
See also: ἀραρίσκω