γλήχων
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
Dor. γλάχων, ἡ,
A v. βλήχων, II γ. ἀγρία, = καλαμίνθη 11, Ps.-Dsc.3.35; = δίκταμνον, ib.32.
Greek (Liddell-Scott)
γλήχων: Δωρ. γλάχων, ἡ, ἴδε ἐν λ. βλήχων.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ἡ) :
pouliot, sorte de menthe, plante.
Étymologie: DELG cf. βληχώ.
Greek Monolingual
η (Α)
βλ. βληχώνι.
Greek Monotonic
γλήχων: Δωρ. γλάχων, βλ. βλήχων.
Russian (Dvoretsky)
γλήχων: дор. γλάχων (ᾱ), ион. βλήχων, ωνος, v. l. βληχώ, οῦς ἡ бот. полей (разновидность мяты Mentha pulegium) Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.
Frisk Etymological English
See also: s. βλήχων.