Θυώνη

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θῠώνη Medium diacritics: Θυώνη Low diacritics: Θυώνη Capitals: ΘΥΩΝΗ
Transliteration A: Thyṓnē Transliteration B: Thyōnē Transliteration C: THyoni Beta Code: *quw/nh

English (LSJ)

ἡ, (θύω B) epith. of Semele, h.Hom.1.21, Sapph.Supp. 6.10, Pi.P.3.99, D.S.3.62, etc.:—Adj. Θυωναῖος

   A Διόνυσος Opp.C. 1.27.    II θῠώνη, Dor. -ᾱ, ἡ, portion of sacrifice, acc. pl. -ας Abh. Berl.Akad. 1928(6).12 (Cos); cf. Hsch. s.v. θύανον.

Greek (Liddell-Scott)

Θυώνη: ἡ, (θύω Β) ἐπίθ. τῆς Σεμέλης, Ὕμν. Ὁμ. 5. 21, Πίνδ. Π. 3. 177, Ἀπολλ. Ρόδ. κλ., ἴδε Valck. Diatr. σ. 154· ἐντεῦθεν αὐτὸς ὁ Βάκχος καλεῖται Thyoneus, Ὁρατ. - Ἐπίθ. Θυωναῖος, Διόνυσος Ὀππ. Κυν. 1. 27.

Greek Monolingual

Θυώνη και δωρ. Θυώνα, ἡ (Α) [θύω (ΙΙ)]
1. ως κύριο όν. Θυώνη
επίθ. της Σεμέλης
2. μερίδα του θύματος.

Russian (Dvoretsky)

Θυώνη: дор. Θυώναθύω II] Тиона, «Неистовая» (имя Семелы после ее обожествления) HH, Pind.