μύρσος
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ὁ,
A basket, μ. ὠτώεντα Call.Fr.anon.102, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] ein Korb, poet. bei E. M. 595, 33.
Greek (Liddell-Scott)
μύρσος: «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος» Ἡσύχ.· μ. ὠτώεντα Ποιητ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 595. 34. (Συγγενὲς τῷ ὑρισσός, ὑρίσκος, ἴδε ἐν λ. ὑριχὸς καὶ πρβλ. Μμ. ΙΙ. 5).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
corbeille à deux anses.
Étymologie: DELG orig. inconnue.
Greek Monolingual
μύρσος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: κόφινος ὦτα ἔχων, ὅς καὶ ἄρριχος H. (Call. Fr. anon. 102).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No convincing etymology. H. Petersson (s. WP. 2, 273; negative) compares βρόχος (s.v.) or OSwed. miær-dher bow-net etc. (s. μάραθον) with υ as zero grade as in μύλη; after P. here also μόργος body of a wicker cart (other explanation s.v.). Diff. Grošelj Živa Ant. 5, 112 (to Etr. murś urna). After Forbes Glotta 36, 271 LW [loanword] from unknown source. Fur. 65 accepts Grošelj's comparison with Etruscan, and compares (213) βυρρός κάνθαρος. Τυρρηνοί