γαλανός

From LSJ
Revision as of 12:38, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source

German (Pape)

[Seite 471] dor. für γαλήνη, γαληνός.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
1. αυτός που έχει το χρώμα του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας
2. ο γαλανομάτης
3. λευκός, άσπρος σαν το γάλα
4. το ουδ. ως ουσ. γαλανό, το
το ζαφείρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς < (βυζ.) καλανός < αρχ. καλάινος «αυτός που έχει χρώμα γαλάζιο ανοιχτό έως λευκό». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. γάλα.
(II)
γαλανός, -ή, -όν (δωρ. τ.) (Α)
ο γαληνός.