εύοπτος

From LSJ
Revision as of 12:59, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

(I)
εὔοπτος, -ον (ΑΜ)
ελκυστικός, ωραίος («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὔθριξ», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται εύκολα, ανοιχτός στην όραση, ορατός, φανερός («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.)
2. περιφανής, περίοπτος, ολοφάνεροςἀστραπή, ὅταν ἐπιφανῇ, εὔοπτός ἐστι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπτός (ορώ) από ρίζα οπ- (όπ-ωπ-α, όψις), πρβλ. περί-οπτος].
(II)
εὔοπτος, -ον (ΑΜ)
καλοψημένος, νόστιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπτός «ψητός»].