κόπανο

From LSJ
Revision as of 13:35, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

(I)
το (ΑM κόπανον)
το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι
νεοελλ.
1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα της πλύσης, ο κόπανος
2. λαϊκή ονομασία του φυτού λάπαθο το πολύχρωμο
μσν.
φρ. «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, πάμπτωχος
αρχ.
τσεκούρι, μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, ξό-αν-ον)].
(II)
κόπανο, τὸ (Μ)
είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. copano].