παντορέκτης
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥέζω)
A = πανοῦργος, Ἔρως Anacreont.10.11, cf. Porph.Abst.1.42, Jul.Or.6.197b. II (ὀρέγομαι) all-desiring, Adam.1.16, 2.41.
German (Pape)
[Seite 464] ὁ, Alles thuend, Ἔρως Anacr. 10, 11, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντορέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) παντουργός, Ἀνακρεόντ. 10. 11, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42, Ἰουλιαν. 197Β. ΙΙ. (ὀρέγομαι) ὁ τῶν πάντων ὀρεγόμενος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 7 και 13.
Greek Monolingual
(I)
και παντορέκτης, ὁ, Α
αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης].
(II)
ὁ, Α
αυτός που επιθυμεί τα πάντα, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ὀρέγω (πρβλ. κακ-ορέκτης)].
Russian (Dvoretsky)
παντορέκτης: ου adj. m все созидающий (Ἔρως Anacr.).