σπίνα

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπίνα Medium diacritics: σπίνα Low diacritics: σπίνα Capitals: ΣΠΙΝΑ
Transliteration A: spína Transliteration B: spina Transliteration C: spina Beta Code: spi/na

English (LSJ)

ἡ,=

   A σπίνος 1, Hsch.    II a fish, Alex.84.

German (Pape)

[Seite 921] ἡ, = σπίνος; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπίνα: ἢ σπίνη, ἡ, = σπίνος, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.»1.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
1. είδος ψαριού
2. το πουλί σπίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σπίνος (βλ. και λ. σπίζω, σπίγγος)].
(II)
η, Ν
(αρχ. αθλ.) διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους γύρω από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spina «αγκάθι, διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας»].