πεπεισμένως

From LSJ
Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπεισμένως Medium diacritics: πεπεισμένως Low diacritics: πεπεισμένως Capitals: ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pepeisménōs Transliteration B: pepeismenōs Transliteration C: pepeismenos Beta Code: pepeisme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A confidently, π. διεγγυώμενος D.L.9.71, cf. 4.56 ; from conviction, Ptol.Alm.2.6, Iamb.VP30.175 : f.l. in Str.15.1.24 (ἀπεφεισμένως cj. Mein.).

German (Pape)

[Seite 560] (πείθω), dreist, zuversichtlich, Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεπεισμένως: Ἐπίρρ., πεποιθότως, μετὰ πεποιθήσεως, εὐθαρσῶς, μετὰ θάρρους, Στράβ. 696, Διογ. Λ. 4. 56.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με εμπιστοσύνη
2. εκ πεποιθήσεως («ὑπήκοον αὐτὸν κατασκευάζειν μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ πεπεισμένως», Ιάμβλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπεισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πεπεισμένως:
1) с полным доверием Diog. L.;
2) уверенно, смело Diog. L.