νεκροδοχεῖον

From LSJ
Revision as of 13:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδοχεῖον Medium diacritics: νεκροδοχεῖον Low diacritics: νεκροδοχείον Capitals: ΝΕΚΡΟΔΟΧΕΙΟΝ
Transliteration A: nekrodocheîon Transliteration B: nekrodocheion Transliteration C: nekrodocheion Beta Code: nekrodoxei=on

English (LSJ)

τό,

   A burialplace, mausoleum, Luc.Cont.22.

German (Pape)

[Seite 237] τό, Todtenbehältniß, Luc. Cont. 22.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριον, τάφος, μαυσώλειον, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on dépose les morts.
Étymologie: νεκρός, δέχομαι.

Greek Monolingual

νεκροδοχεῑον, τὸ (Α)
τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + δοχεῖον (πρβλ. μελανο-δοχείον)].

Greek Monotonic

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριο, μαυσωλείο, τάφος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

νεκροδοχεῖον: τό гробница Luc.

Middle Liddell

νεκροδοχεῖον, ου, τό, [from νεκροδόκος
a cemetery, mausoleum, Luc.