βασσαρικός

From LSJ
Revision as of 20:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασσαρικός Medium diacritics: βασσαρικός Low diacritics: βασσαρικός Capitals: ΒΑΣΣΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: bassarikós Transliteration B: bassarikos Transliteration C: vassarikos Beta Code: bassariko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = βακχικός, θίασος AP6.165 (Phalaec.): βασσαρικά, τά, = Διονυσιακά, Soterich. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 438] bacchantisch, θίασος Phalaec. 3 (VI, 165).

Greek (Liddell-Scott)

βασσαρικός: -ή, -όν, =βακχικός, Ἀνθ. ΙΙ.6.165· τὰ βασσαρικὰ= τὰ Διανυσιακὰ Σωτήριχ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 báquico, dionisíaco θίασος AP 6.165 (Phal.).
2 subst. Βασσαρικά Basáricas, Dionisíacas tít. de una obra de Sotérico, Sud.s.u. Σωτήριχος.

Greek Monolingual

βασσαρικός, -ή, -όν (Α) βασσάρα
ο βακχικός.

Greek Monotonic

βασσαρικός: -ή, -όν, βακχικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βασσᾰρικός: Anth. = βακχεῖος.

Middle Liddell

= βακχικός, Anth.]