εὔγομφος

From LSJ
Revision as of 22:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγομφος Medium diacritics: εὔγομφος Low diacritics: εύγομφος Capitals: ΕΥΓΟΜΦΟΣ
Transliteration A: eúgomphos Transliteration B: eugomphos Transliteration C: eygomfos Beta Code: eu)/gomfos

English (LSJ)

ον,

   A well-nailed, well-fastened, πύλαι E.IT1286:—also εὐγόμφωτος, ον, Opp.H.1.58.

German (Pape)

[Seite 1060] gut gefügt u. verbunden, πύλαι, Eur. I. T. 1286.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγομφος: -ον, καλῶς συνηρμοσμένος, Εὐρ. Ι. Τ. 1286· ὡσαύτως, εὐγόμφωτος, ον, Ὀππ. Ἁλ. 1. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien cloué, fortement joint.
Étymologie: εὖ, γόμφος.

Greek Monolingual

εὔγομφος, -ον (Α)
καλά στερεωμένος, καλά τοποθετημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόμφος «σφηνοειδές καρφί»].

Greek Monotonic

εὔγομφος: -ον, αυτός που είναι καλά καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔγομφος: крепко сколоченный (πύλαι Eur.).

Middle Liddell

εὔ-γομφος, ον
well-nailed, well-fastened, Eur.