ἡμιτέλεστος

From LSJ
Revision as of 23:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιτέλεστος Medium diacritics: ἡμιτέλεστος Low diacritics: ημιτέλεστος Capitals: ΗΜΙΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmitélestos Transliteration B: hēmitelestos Transliteration C: imitelestos Beta Code: h(mite/lestos

English (LSJ)

ον, (τελέω)

   A half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn.D.1.5.

German (Pape)

[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.

Greek Monolingual

ἡμιτέλεστος, -ον (AM)
1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος
2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τελεστός (< τελώ)].

Greek Monotonic

ἡμιτέλεστος: -ον (τελέω), μισοτελειωμένος, ημιτελής, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐτέλεστος: полуоконченный: τὰ τῶν τειχῶν ἡμιτέλεστα Thuc. доведенные до половины работы по возведению стен.

Middle Liddell

ἡμι-τέλεστος, ον τελέω
half-finished, Thuc.