ἱμάσθλη

From LSJ
Revision as of 23:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμάσθλη Medium diacritics: ἱμάσθλη Low diacritics: ιμάσθλη Capitals: ΙΜΑΣΘΛΗ
Transliteration A: himásthlē Transliteration B: himasthlē Transliteration C: imasthli Beta Code: i(ma/sqlh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, (ἱμάς)

   A thong of a whip, whip, Il.23.582, Od.13.82, Eranos 13.88(pl.): metaph., νηὸς ἱ., i.e. ship's rudder, AP6.28 (Jul.); later, any thong, Opp.C.4.217.

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, der Peitschenriemen, die Peitsche, Il. 23, 582, ἵπποι ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης, Od. 13, 81; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 871; übh. Riemen, wie Opp. Cyn. 4, 217.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάσθλη: ῐ, ἡ, (ἱμὰς) τὸ λωρίον μάστιγος, μάστιξ, Ἰλ. Ψ. 582, Ὀδ. Ν. 82· μεταφ., νηὸς ἱμ., δηλ. τὸ πηδάλιον πλοίου, Ἀνθ. Π. 6. 28· παρὰ μεταγεν., πᾶν λωρίον, Ὀππ. Κυν. 4. 217.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lanière servant de fouet, fouet.
Étymologie: ἱμάσσω.

English (Autenrieth)

lash, whip.

Greek Monolingual

ἱμάσθλη, ἡ (Α)
1. μαστίγιο
2. πηδάλιο πλοίου
3. λουρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάσσω
συνδέεται με τον τ. μάσθλης].

Greek Monotonic

ἱμάσθλη: [ῐ], ἡ, λωρίδα μαστιγίου, μαστίγιο, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμάσθλη: (ῐ) ἡ бич, плеть, кнут (ἵπποι ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης Hom.): νηὸς ἱ. Anth. корабельный бич, т. е. весло.

Middle Liddell

ἱ˘μάσθλη, ἡ,
the thong of a whip, a whip, Hom.