σιτέομαι

From LSJ
Revision as of 01:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. ἐσιτούμην, f. σιτήσομαι, ao. ἐσιτήθην;
se nourrir : τι ou τινι de qch ; fig. avec acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, etc.).
Étymologie: σῖτος.

Greek Monotonic

σιτέομαι: Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο· μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο, μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Δωρ. και ποιητ. σιτάθην (σῖτος
1. λαμβάνω τροφή, τρώω, τρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. με αιτ., τρέφομαι με κάτι, τρώω κάτι, σε Ηρόδ.· μεταφ., σιτέομαι ἐλπίδας, σε Αισχύλ.· τὴν σοφίαν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτέομαι: кормиться, питаться: σ. τι Her., Arph., Arst., Theocr. и τινι Xen. питаться чем-л.; ἐν πρυτανείῳ σ. Plat. получать (даровое) питание в пританее; ἐλπίδας σ. Aesch. питаться надеждами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτέομαι [σῖτος] imperf. iter. σιτέσκοντο; poët. aor. pass. σιτήθην, eten, zich voeden met; overdr.. ἐλπίδας σ. zich voeden met hoop Aeschl. Ag. 1668; ὁ πόλεμος οὐ τεταγμένα σιτεῖται oorlog voedt zich niet met vastgestelde rantsoenen Plut. Crass. 2.9.

Middle Liddell

σιτέομαι, σῖτος
1. to take food, eat, Od., Hdt.
2. c. acc. to feed on, eat, Hdt.: metaph., ς. ἐλπίδας Aesch.; τὴν σοφίαν Ar.