σιδηρονόμος

From LSJ
Revision as of 01:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρονόμος Medium diacritics: σιδηρονόμος Low diacritics: σιδηρονόμος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: sidēronómos Transliteration B: sidēronomos Transliteration C: sidironomos Beta Code: sidhrono/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω)

   A distributing with iron, i.e. with the sword, χείρ A.Th.788 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 879] mit dem Eisen oder Schwerte theilend, χείρ, Aesch. Spt. 770.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.

Greek Monolingual

-όνομον, Α
αυτός που διαιρεί με τον σίδηρο, δηλαδή με το ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νόμος].

Greek Monotonic

σῐδηρονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το σίδερο, δηλ. με το σπαθί, με το ξίφος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρονόμος: дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча (χείρ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρονόμος -ον, Dor. σιδᾱρονόμος [σίδηρος, νέμω] een ijzeren zwaard hanterend. Aeschl. Sept. 788.

Middle Liddell

σῐδηρο-νόμος, ον, νέμω
distributing with iron, i. e. with the sword, Aesch.